- κυστίνωση
- ηιατρ. συγγενής νόσος τού μεταβολισμού που οδηγεί σε εναπόθεση κρυστάλλων τού αμινοξέος κυστίνη σε διάφορους ιστούς τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystinose < γαλλ. cystine «κυστίνη» + -ose].
Dictionary of Greek. 2013.